- γαργαρισμός
- οβλ. γαργάρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαργαρισμός — gargling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρισμός — ο (Α γαργαρισμός) [γαργαρίζω] το να κάνει κανείς γαργάρα νεοελλ. το υγρό που χρησιμοποιείται για γαργάρα … Dictionary of Greek
γαργαρισμόν — γαργαρισμός gargling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγαργαρισμός — ἀναγαργαρισμός, ο (Α) [ἀναγαργαρίζω] γαργαρισμός, γαργάρα … Dictionary of Greek
ανακογχυλιασμός — ἀνακογχυλιασμός, ο (Α) [ἀνακογχυλιάζω] το να κάνει κανείς γαργάρες, ο γαργαρισμός … Dictionary of Greek
γαργάρισμα — το [γαργαρίζω] 1. ο γαργαρισμός* 2. το κελάρυσμα τού νερού … Dictionary of Greek
γαργαριστήριον — γαργαριστήριον, το (Μ) [γαργαρισμός] γυάλινο δοχείο για γαργαρισμό … Dictionary of Greek